ευριπίδειος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ευριπίδειος | η | ευριπίδεια | το | ευριπίδειο |
| γενική | του | ευριπίδειου | της | ευριπίδειας | του | ευριπίδειου |
| αιτιατική | τον | ευριπίδειο | την | ευριπίδεια | το | ευριπίδειο |
| κλητική | ευριπίδειε | ευριπίδεια | ευριπίδειο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ευριπίδειοι | οι | ευριπίδειες | τα | ευριπίδεια |
| γενική | των | ευριπίδειων | των | ευριπίδειων | των | ευριπίδειων |
| αιτιατική | τους | ευριπίδειους | τις | ευριπίδειες | τα | ευριπίδεια |
| κλητική | ευριπίδειοι | ευριπίδειες | ευριπίδεια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ευριπίδειος < αρχαία ελληνική Εὐριπίδειος < Εὐριπίδης
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη Ευριπίδης
Μεταφράσεις
ευριπίδειος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.