ευπώλητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ευπώλητος | η | ευπώλητη | το | ευπώλητο |
| γενική | του | ευπώλητου | της | ευπώλητης | του | ευπώλητου |
| αιτιατική | τον | ευπώλητο | την | ευπώλητη | το | ευπώλητο |
| κλητική | ευπώλητε | ευπώλητη | ευπώλητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ευπώλητοι | οι | ευπώλητες | τα | ευπώλητα |
| γενική | των | ευπώλητων | των | ευπώλητων | των | ευπώλητων |
| αιτιατική | τους | ευπώλητους | τις | ευπώλητες | τα | ευπώλητα |
| κλητική | ευπώλητοι | ευπώλητες | ευπώλητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ευπώλητος < ευ + πωλώ + -τός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική bestseller)
Προφορά
- ΔΦΑ : /efˈpo.li.tos/
Επίθετο
ευπώλητος, -η, -ο
- (νεολογισμός) που πουλιέται σε μεγάλες ποσότητες
- (ουσιαστικοποιημένο) (ειδικότερα) ευπώλητο: βιβλίο που έχει μεγάλη επιτυχία, που πουλιέται σε μεγάλες ποσότητες
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πουλώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.