ευπώλητο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ευπώλητο | τα | ευπώλητα |
| γενική | του | ευπώλητου | των | ευπώλητων |
| αιτιατική | το | ευπώλητο | τα | ευπώλητα |
| κλητική | ευπώλητο | ευπώλητα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /efˈpo.li.to/
Μεταφράσεις
ευπώλητο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.