ευκολότατου
Νέα ελληνικά
(el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ευκολότατου
γενική
ενικού
του
ευκολότατος
γενική
ενικού
του
ευκολότατο
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.