ευαισθητοποιήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ευαισθητοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ευαισθητοποιώ
  2. θα ευαισθητοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ευαισθητοποιώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ευαισθητοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ευαισθητοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.