εσνάφι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εσνάφι τα εσνάφια
      γενική του εσναφιού των εσναφιών
    αιτιατική το εσνάφι τα εσνάφια
     κλητική εσνάφι εσνάφια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εσνάφι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική اصناف (esnaf) (< αραβική أصناف (ʔaṣnāf) < πληθυντικός του صنف (ṣinf, είδος)) + [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /esˈna.fi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εσνάφι

Ουσιαστικό

εσνάφι ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.