ερπετόμορφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ερπετόμορφος η ερπετόμορφη το ερπετόμορφο
      γενική του ερπετόμορφου της ερπετόμορφης του ερπετόμορφου
    αιτιατική τον ερπετόμορφο την ερπετόμορφη το ερπετόμορφο
     κλητική ερπετόμορφε ερπετόμορφη ερπετόμορφο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ερπετόμορφοι οι ερπετόμορφες τα ερπετόμορφα
      γενική των ερπετόμορφων των ερπετόμορφων των ερπετόμορφων
    αιτιατική τους ερπετόμορφους τις ερπετόμορφες τα ερπετόμορφα
     κλητική ερπετόμορφοι ερπετόμορφες ερπετόμορφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ερπετόμορφος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἑρπετόμορφος. [1] Συγχρονικά αναλύεται σε ερπετ(ό) + -ό- + -μορφος

Επίθετο

ερπετόμορφος, -η, -ο [2]

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. «ἑρπετόμορφος» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
  2. ερπετόμορφος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.