εποικίσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

εποικίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εποικίζω
  2. θα εποικίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εποικίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.