επιχρυσώσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
επιχρυσώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιχρυσώνω
- θα επιχρυσώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιχρυσώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επιχρυσώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιχρύσωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.