επιχρυσώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

επιχρυσώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιχρυσώνω
  2. θα επιχρυσώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιχρυσώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επιχρυσώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επιχρύσωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.