επιφανείς
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
επιφανείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιφαίνομαι
- θα επιφανείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιφαίνομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.