επιφαινομεναλισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | επιφαινομεναλισμός | οι | επιφαινομεναλισμοί |
| γενική | του | επιφαινομεναλισμού | των | επιφαινομεναλισμών |
| αιτιατική | τον | επιφαινομεναλισμό | τους | επιφαινομεναλισμούς |
| κλητική | επιφαινομεναλισμέ | επιφαινομεναλισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιφαινομεναλισμός < επιφαινόμενος + -ισμός
Ουσιαστικό
επιφαινομεναλισμός αρσενικό
- φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία η συνείδηση δεν είναι τίποτε άλλο παρά επιφαινόμενο, δηλαδή πρόσθετο επακόλουθο ή συν-εκδηλωμένο φαινόμενο των νευρικών και φυσιολογικών γενικότερα λειτουργιών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.