επιτρέποντας

Νέα ελληνικά (el)

Μετοχή

επιτρέποντας άκλιτο

  • μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος επιτρέπω
    Κάνουν τα στραβά μάτια, επιτρέποντας έτσι να διαιωνίζεται η διαφθορά.
    Άνοιξαν τελικά τις πύλες, επιτρέποντας την είσοδο σε όλους.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.