επιστάμενου

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /e.piˈsta.me.nu/

Κλιτικός τύπος μετοχής

επιστάμενου

  1. γενική ενικού, αρσενικού γένους του επιστάμενος
  2. γενική ενικού, ουδέτερου γένους του επιστάμενος

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.