επισκληρίδιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επισκληρίδιος | η | επισκληρίδια | το | επισκληρίδιο |
| γενική | του | επισκληρίδιου | της | επισκληρίδιας | του | επισκληρίδιου |
| αιτιατική | τον | επισκληρίδιο | την | επισκληρίδια | το | επισκληρίδιο |
| κλητική | επισκληρίδιε | επισκληρίδια | επισκληρίδιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επισκληρίδιοι | οι | επισκληρίδιες | τα | επισκληρίδια |
| γενική | των | επισκληρίδιων | των | επισκληρίδιων | των | επισκληρίδιων |
| αιτιατική | τους | επισκληρίδιους | τις | επισκληρίδιες | τα | επισκληρίδια |
| κλητική | επισκληρίδιοι | επισκληρίδιες | επισκληρίδια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επισκληρίδιος < επι- + σκληρός + -ίδιος ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) epidural)
Επίθετο
επισκληρίδιος, -α / -ος, -ο
Συγγενικά
- υποσκληρίδιος
- → δείτε τη λέξη σκληρός
Πολυλεκτικοί όροι
- επισκληρίδια ένεση: ένεση που γίνεται από αναισθησιολόγο, προκειμένου να περιοριστούν οι ωδίνες του τοκετού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.