επισιτισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επισιτισμένος η επισιτισμένη το επισιτισμένο
      γενική του επισιτισμένου της επισιτισμένης του επισιτισμένου
    αιτιατική τον επισιτισμένο την επισιτισμένη το επισιτισμένο
     κλητική επισιτισμένε επισιτισμένη επισιτισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επισιτισμένοι οι επισιτισμένες τα επισιτισμένα
      γενική των επισιτισμένων των επισιτισμένων των επισιτισμένων
    αιτιατική τους επισιτισμένους τις επισιτισμένες τα επισιτισμένα
     κλητική επισιτισμένοι επισιτισμένες επισιτισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επισιτισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου επισιτίζω

Μετοχή

επισιτισμένος, -η, -ο

 δείτε τη λέξη επισιτίζω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.