επιρρηματικώς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επιρρηματικώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιρρηματικῶς < ἐπιρρηματικός. Μορφολογικά αναλύεται σε επιρρηματικ(ός) + -ώς.

Επίρρημα

επιρρηματικώς

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.