επινεύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

επινεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επινεύω
  2. θα επινεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επινεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επινεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επίνευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.