επιλυμένου
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος μετοχής
επιλυμένου
- γενική ενικού, αρσενικού γένους του επιλυμένος
- γενική ενικού, ουδέτερου γένους του επιλυμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.