επικεντρωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επικεντρωμένος η επικεντρωμένη το επικεντρωμένο
      γενική του επικεντρωμένου της επικεντρωμένης του επικεντρωμένου
    αιτιατική τον επικεντρωμένο την επικεντρωμένη το επικεντρωμένο
     κλητική επικεντρωμένε επικεντρωμένη επικεντρωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επικεντρωμένοι οι επικεντρωμένες τα επικεντρωμένα
      γενική των επικεντρωμένων των επικεντρωμένων των επικεντρωμένων
    αιτιατική τους επικεντρωμένους τις επικεντρωμένες τα επικεντρωμένα
     κλητική επικεντρωμένοι επικεντρωμένες επικεντρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

επικεντρωμένος, -η, -ο




Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.