επική ποίηση

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επική ποίηση < επική

Πολυλεκτικός όρος

επική ποίηση θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. (φιλολογία) η ποίηση που αναφέρεται σε επικά ποιήματα, ηρωικά ή διδακτικά
  2. (λογοτεχνία) σύνολα ποιημάτων που βασίζονται σε εθνική επική παράδοση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.