επιγενετικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επιγενετικός | η | επιγενετική | το | επιγενετικό |
| γενική | του | επιγενετικού | της | επιγενετικής | του | επιγενετικού |
| αιτιατική | τον | επιγενετικό | την | επιγενετική | το | επιγενετικό |
| κλητική | επιγενετικέ | επιγενετική | επιγενετικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επιγενετικοί | οι | επιγενετικές | τα | επιγενετικά |
| γενική | των | επιγενετικών | των | επιγενετικών | των | επιγενετικών |
| αιτιατική | τους | επιγενετικούς | τις | επιγενετικές | τα | επιγενετικά |
| κλητική | επιγενετικοί | επιγενετικές | επιγενετικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επιγενετικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική epigenetic < αρχαία ελληνική ἐπί + γένεσις
Επίθετο
επιγενετικός
- (βιολογία) που έχει σχέση με την επιγένεση ή την επιγενετική ή αναφέρεται σ’ αυτές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.