επιβοήθημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | επιβοήθημα | τα | επιβοηθήματα |
| γενική | του | επιβοηθήματος | των | επιβοηθημάτων |
| αιτιατική | το | επιβοήθημα | τα | επιβοηθήματα |
| κλητική | επιβοήθημα | επιβοηθήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
επιβοήθημα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.