επιβοήθεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επιβοήθεια | οι | επιβοήθειες |
| γενική | της | επιβοήθειας | των | επιβοηθειών |
| αιτιατική | την | επιβοήθεια | τις | επιβοήθειες |
| κλητική | επιβοήθεια | επιβοήθειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιβοήθεια < αρχαία ελληνική ἐπιβοήθεια
Μεταφράσεις
επιβοήθεια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.