επενδύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

επενδύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επενδύω
  2. θα επενδύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επενδύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επενδύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επένδυση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.