επανεπικύρωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επανεπικύρωση οι επανεπικυρώσεις
      γενική της επανεπικύρωσης* των επανεπικυρώσεων
    αιτιατική την επανεπικύρωση τις επανεπικυρώσεις
     κλητική επανεπικύρωση επανεπικυρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επανεπικυρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επανεπικύρωση < επαν- + επικύρωση

Ουσιαστικό

επανεπικύρωση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.