επανενεργοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επανενεργοποίηση οι επανενεργοποιήσεις
      γενική της επανενεργοποίησης των επανενεργοποιήσεων
    αιτιατική την επανενεργοποίηση τις επανενεργοποιήσεις
     κλητική επανενεργοποίηση επανενεργοποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επανενεργοποίηση < επαν- + ενεργοποίηση ή επανενεργοποιώ επανενεργοποιη- + -ση

Ουσιαστικό

επανενεργοποίηση θηλυκό

  1. η εκ νέου ενεργοποίηση μετά από παύση δραστηριότητας ή ενεργειών ή λειτουργίας συσκευών, δικτύων κ.λπ.
  2. η έξοδος από την αδράνεια (ατόμου, τομέα, επιχείρησης)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.