επαναλειτουργώ
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
επαναλειτουργώ
- (για επιχειρήσεις ή μηχανές) στο τρίτο πρόσωπο, ξαναλειτουργεί κάτι που είχε πάψει να δουλεύει, να λειτουργεί
- βρίσκομαι ξανά σε λειτουργία, σε ισχύ
- ※ Επαναλειτουργεί από φέτος ο διαβατηριακός έλεγχος εισόδου—εξόδου στον λιμένα της Αγίας Μαρίνας στη Λέρο. (www.ertnews.gr, 03.05.2022)
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επαναλειτουργώ | επαναλειτουργούσα | θα επαναλειτουργώ | να επαναλειτουργώ | επαναλειτουργώντας | |
| β' ενικ. | επαναλειτουργείς | επαναλειτουργούσες | θα επαναλειτουργείς | να επαναλειτουργείς | (επαναλειτούργει) | |
| γ' ενικ. | επαναλειτουργεί | επαναλειτουργούσε | θα επαναλειτουργεί | να επαναλειτουργεί | ||
| α' πληθ. | επαναλειτουργούμε | επαναλειτουργούσαμε | θα επαναλειτουργούμε | να επαναλειτουργούμε | ||
| β' πληθ. | επαναλειτουργείτε | επαναλειτουργούσατε | θα επαναλειτουργείτε | να επαναλειτουργείτε | επαναλειτουργείτε | |
| γ' πληθ. | επαναλειτουργούν(ε) | επαναλειτουργούσαν(ε) | θα επαναλειτουργούν(ε) | να επαναλειτουργούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επαναλειτούργησα | θα επαναλειτουργήσω | να επαναλειτουργήσω | επαναλειτουργήσει | ||
| β' ενικ. | επαναλειτούργησες | θα επαναλειτουργήσεις | να επαναλειτουργήσεις | επαναλειτούργησε | ||
| γ' ενικ. | επαναλειτούργησε | θα επαναλειτουργήσει | να επαναλειτουργήσει | |||
| α' πληθ. | επαναλειτουργήσαμε | θα επαναλειτουργήσουμε | να επαναλειτουργήσουμε | |||
| β' πληθ. | επαναλειτουργήσατε | θα επαναλειτουργήσετε | να επαναλειτουργήσετε | επαναλειτουργήστε | ||
| γ' πληθ. | επαναλειτούργησαν επαναλειτουργήσαν(ε) |
θα επαναλειτουργήσουν(ε) | να επαναλειτουργήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επαναλειτουργήσει | είχα επαναλειτουργήσει | θα έχω επαναλειτουργήσει | να έχω επαναλειτουργήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις επαναλειτουργήσει | είχες επαναλειτουργήσει | θα έχεις επαναλειτουργήσει | να έχεις επαναλειτουργήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει επαναλειτουργήσει | είχε επαναλειτουργήσει | θα έχει επαναλειτουργήσει | να έχει επαναλειτουργήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επαναλειτουργήσει | είχαμε επαναλειτουργήσει | θα έχουμε επαναλειτουργήσει | να έχουμε επαναλειτουργήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε επαναλειτουργήσει | είχατε επαναλειτουργήσει | θα έχετε επαναλειτουργήσει | να έχετε επαναλειτουργήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν επαναλειτουργήσει | είχαν επαναλειτουργήσει | θα έχουν επαναλειτουργήσει | να έχουν επαναλειτουργήσει |
| |
Μεταφράσεις
επαναλειτουργώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.