επίχριστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επίχριστος | η | επίχριστη | το | επίχριστο |
| γενική | του | επίχριστου | της | επίχριστης | του | επίχριστου |
| αιτιατική | τον | επίχριστο | την | επίχριστη | το | επίχριστο |
| κλητική | επίχριστε | επίχριστη | επίχριστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επίχριστοι | οι | επίχριστες | τα | επίχριστα |
| γενική | των | επίχριστων | των | επίχριστων | των | επίχριστων |
| αιτιατική | τους | επίχριστους | τις | επίχριστες | τα | επίχριστα |
| κλητική | επίχριστοι | επίχριστες | επίχριστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επίχριστος < ελληνιστική κοινή ἐπίχριστος < αρχαία ελληνική ἐπιχρίω < ἐπί + χρίω
Μεταφράσεις
επίχριστος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.