επίσωτρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επίσωτρος | η | επίσωτρη | το | επίσωτρο |
| γενική | του | επίσωτρου | της | επίσωτρης | του | επίσωτρου |
| αιτιατική | τον | επίσωτρο | την | επίσωτρη | το | επίσωτρο |
| κλητική | επίσωτρε | επίσωτρη | επίσωτρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επίσωτροι | οι | επίσωτρες | τα | επίσωτρα |
| γενική | των | επίσωτρων | των | επίσωτρων | των | επίσωτρων |
| αιτιατική | τους | επίσωτρους | τις | επίσωτρες | τα | επίσωτρα |
| κλητική | επίσωτροι | επίσωτρες | επίσωτρα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επίσωτρος < επίσωτρο + -ος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη επίσωτρο
Μεταφράσεις
επίσωτρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.