επίσωτρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επίσωτρο τα επίσωτρα
      γενική του επίσωτρου των επίσωτρων
    αιτιατική το επίσωτρο τα επίσωτρα
     κλητική επίσωτρο επίσωτρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επίσωτρο < αρχαία ελληνική ἐπίσωτρον

Ουσιαστικό

επίσωτρο ουδέτερο

  1. (λόγιο) περίβλημα τροχού ή ζάντας από καουτσούκ ή άλλο υλικό
  2. (λόγιο) (κατ’ επέκταση) το ελαστικό που τοποθετείται στον τροχό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.