εξωτερίκευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξωτερίκευση οι εξωτερικεύσεις
      γενική της εξωτερίκευσης* των εξωτερικεύσεων
    αιτιατική την εξωτερίκευση τις εξωτερικεύσεις
     κλητική εξωτερίκευση εξωτερικεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξωτερικεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξωτερίκευση < εξωτερικεύω + -ση

Ουσιαστικό

εξωτερίκευση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.