εξτρεμίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εξτρεμίστρια | οι | εξτρεμίστριες |
| γενική | της | εξτρεμίστριας | των | εξτρεμιστριών |
| αιτιατική | την | εξτρεμίστρια | τις | εξτρεμίστριες |
| κλητική | εξτρεμίστρια | εξτρεμίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξτρεμίστρια < εξτρεμιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Μεταφράσεις
εξτρεμίστρια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.