εξαρχικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξαρχικός | η | εξαρχική | το | εξαρχικό |
| γενική | του | εξαρχικού | της | εξαρχικής | του | εξαρχικού |
| αιτιατική | τον | εξαρχικό | την | εξαρχική | το | εξαρχικό |
| κλητική | εξαρχικέ | εξαρχική | εξαρχικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξαρχικοί | οι | εξαρχικές | τα | εξαρχικά |
| γενική | των | εξαρχικών | των | εξαρχικών | των | εξαρχικών |
| αιτιατική | τους | εξαρχικούς | τις | εξαρχικές | τα | εξαρχικά |
| κλητική | εξαρχικοί | εξαρχικές | εξαρχικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
εξαρχικός
|
|
Πηγές
- εξαρχικός - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.