εξαερωτήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εξαερωτήρας | οι | εξαερωτήρες |
| γενική | του | εξαερωτήρα | των | εξαερωτήρων |
| αιτιατική | τον | εξαερωτήρα | τους | εξαερωτήρες |
| κλητική | εξαερωτήρα | εξαερωτήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εξαερωτήρας < εξαερώνω + -τήρας ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική carburateur)
Μεταφράσεις
εξαερωτήρας
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.