εντυπωσιάσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

εντυπωσιάσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εντυπωσιάζω
  2. θα εντυπωσιάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εντυπωσιάζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.