εντροπαλός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εντροπαλός | η | εντροπαλή | το | εντροπαλό |
| γενική | του | εντροπαλού | της | εντροπαλής | του | εντροπαλού |
| αιτιατική | τον | εντροπαλό | την | εντροπαλή | το | εντροπαλό |
| κλητική | εντροπαλέ | εντροπαλή | εντροπαλό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εντροπαλοί | οι | εντροπαλές | τα | εντροπαλά |
| γενική | των | εντροπαλών | των | εντροπαλών | των | εντροπαλών |
| αιτιατική | τους | εντροπαλούς | τις | εντροπαλές | τα | εντροπαλά |
| κλητική | εντροπαλοί | εντροπαλές | εντροπαλά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εντροπαλός < μεσαιωνική ελληνική ἐντροπαλός < αρχαία ελληνική ἐντροπή
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ντροπή
Μεταφράσεις
εντροπαλός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.