ενσύρματος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ενσύρματος | η | ενσύρματη | το | ενσύρματο |
| γενική | του | ενσύρματου | της | ενσύρματης | του | ενσύρματου |
| αιτιατική | τον | ενσύρματο | την | ενσύρματη | το | ενσύρματο |
| κλητική | ενσύρματε | ενσύρματη | ενσύρματο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ενσύρματοι | οι | ενσύρματες | τα | ενσύρματα |
| γενική | των | ενσύρματων | των | ενσύρματων | των | ενσύρματων |
| αιτιατική | τους | ενσύρματους | τις | ενσύρματες | τα | ενσύρματα |
| κλητική | ενσύρματοι | ενσύρματες | ενσύρματα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ενσύρματος < εν- + σύρματ- (σύρμα) + -ος < αρχαία ελληνική σύρμα < σύρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tuer (αναδεύω, ανακατεύω)

Ενσύρματο τηλέφωνο.
Προφορά
- ΔΦΑ : /enˈsiɾ.ma.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εν‐σύρ‐μα‐τος
Συνώνυμα
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.