ενσιροδιανομέας
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ενσιροδιανομέας | οι | ενσιροδιανομείς |
| γενική | του | ενσιροδιανομέα | των | ενσιροδιανομέων |
| αιτιατική | τον | ενσιροδιανομέα | τους | ενσιροδιανομείς |
| κλητική | ενσιροδιανομέα | ενσιροδιανομείς | ||
| Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ενσιροδιανομέας αρσενικό
Μεταφράσεις
ενσιροδιανομέας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.