ενσίρωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ενσίρωμα | τα | ενσιρώματα |
| γενική | του | ενσιρώματος | των | ενσιρωμάτων |
| αιτιατική | το | ενσίρωμα | τα | ενσιρώματα |
| κλητική | ενσίρωμα | ενσιρώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ενσίρωμα < (καθαρεύουσα) ἐνσιρῶ (ενσιρώ)[1] + -μα < εν- + σιρός
Ουσιαστικό
ενσίρωμα ουδέτερο
- η ζωοτροφή που έχει υποστεί ενσίρωση
- ※ Η διατροφή μηρυκαστικών με ενσίρωμα δίνει καλά αποτελέσματα, ενώ το ενσίρωμα αποτελεί μια χαμηλού κόστους ζωοτροφή. Σήμερα οι περισσότεροι αγελαδοτρόφοι χρησιμοποιούν ενσίρωμα στη διατροφή των ζώων τους αλλά μάλλον πολύ λίγοι προβατοτρόφοι, κυρίως αυτοί που έχουν σταβλισμένα αιγοπρόβατα. (εφημερίδα Ελευθερία, 18/6/2018)
Αναφορές
- «ἐνσιρῶ, -όω» νεώτ[ερο] - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.