εννιάγωνο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εννιάγωνο | τα | εννιάγωνα |
| γενική | του | εννιαγώνου & εννιάγωνου |
των | εννιαγώνων |
| αιτιατική | το | εννιάγωνο | τα | εννιάγωνα |
| κλητική | εννιάγωνο | εννιάγωνα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εννιάγωνο < εννιά- + -γωνο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.