ενημερότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενημερότητα οι ενημερότητες
      γενική της ενημερότητας των ενημεροτήτων
    αιτιατική την ενημερότητα τις ενημερότητες
     κλητική ενημερότητα ενημερότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ενημερότητα < επίθετο ενήμερος + επίθημα -ότητα

Ουσιαστικό

ενημερότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα (ή κατάσταση) του ενήμερου
    ενημερότητα λογισμικού
    ενημερότητα λεξικού
  2. επίσημο έγγραφο με το οποίο η εκδότρια υπηρεσία πιστοποιεί πώς ένα συγκεκριμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο δεν έχει φορολογικές ή ασφαλιστικές υποχρεώσεις
    φορολογική ενημερότητα
    ασφαλιστική ενημερότητα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.