ενημερότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ενημερότητα | οι | ενημερότητες |
| γενική | της | ενημερότητας | των | ενημεροτήτων |
| αιτιατική | την | ενημερότητα | τις | ενημερότητες |
| κλητική | ενημερότητα | ενημερότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ενημερότητα θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.