ενεπίγραφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενεπίγραφος η ενεπίγραφη το ενεπίγραφο
      γενική του ενεπίγραφου της ενεπίγραφης του ενεπίγραφου
    αιτιατική τον ενεπίγραφο την ενεπίγραφη το ενεπίγραφο
     κλητική ενεπίγραφε ενεπίγραφη ενεπίγραφο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενεπίγραφοι οι ενεπίγραφες τα ενεπίγραφα
      γενική των ενεπίγραφων των ενεπίγραφων των ενεπίγραφων
    αιτιατική τους ενεπίγραφους τις ενεπίγραφες τα ενεπίγραφα
     κλητική ενεπίγραφοι ενεπίγραφες ενεπίγραφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ενεπίγραφος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ενεπίγραφος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.