ενδοσκοπώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ενδοσκοπώ < ενδοσκόπιο + -ώ (αναδρομικός σχηματισμός)[1]
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ενδοσκόπιο, ένδον και σκοπώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ενδοσκοπώ | ενδοσκοπούσα | θα ενδοσκοπώ | να ενδοσκοπώ | ενδοσκοπώντας | |
| β' ενικ. | ενδοσκοπείς | ενδοσκοπούσες | θα ενδοσκοπείς | να ενδοσκοπείς | (ενδοσκόπει) | |
| γ' ενικ. | ενδοσκοπεί | ενδοσκοπούσε | θα ενδοσκοπεί | να ενδοσκοπεί | ||
| α' πληθ. | ενδοσκοπούμε | ενδοσκοπούσαμε | θα ενδοσκοπούμε | να ενδοσκοπούμε | ||
| β' πληθ. | ενδοσκοπείτε | ενδοσκοπούσατε | θα ενδοσκοπείτε | να ενδοσκοπείτε | ενδοσκοπείτε | |
| γ' πληθ. | ενδοσκοπούν(ε) | ενδοσκοπούσαν(ε) | θα ενδοσκοπούν(ε) | να ενδοσκοπούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ενδοσκόπησα | θα ενδοσκοπήσω | να ενδοσκοπήσω | ενδοσκοπήσει | ||
| β' ενικ. | ενδοσκόπησες | θα ενδοσκοπήσεις | να ενδοσκοπήσεις | ενδοσκόπησε | ||
| γ' ενικ. | ενδοσκόπησε | θα ενδοσκοπήσει | να ενδοσκοπήσει | |||
| α' πληθ. | ενδοσκοπήσαμε | θα ενδοσκοπήσουμε | να ενδοσκοπήσουμε | |||
| β' πληθ. | ενδοσκοπήσατε | θα ενδοσκοπήσετε | να ενδοσκοπήσετε | ενδοσκοπήστε | ||
| γ' πληθ. | ενδοσκόπησαν ενδοσκοπήσαν(ε) |
θα ενδοσκοπήσουν(ε) | να ενδοσκοπήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ενδοσκοπήσει | είχα ενδοσκοπήσει | θα έχω ενδοσκοπήσει | να έχω ενδοσκοπήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ενδοσκοπήσει | είχες ενδοσκοπήσει | θα έχεις ενδοσκοπήσει | να έχεις ενδοσκοπήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ενδοσκοπήσει | είχε ενδοσκοπήσει | θα έχει ενδοσκοπήσει | να έχει ενδοσκοπήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ενδοσκοπήσει | είχαμε ενδοσκοπήσει | θα έχουμε ενδοσκοπήσει | να έχουμε ενδοσκοπήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ενδοσκοπήσει | είχατε ενδοσκοπήσει | θα έχετε ενδοσκοπήσει | να έχετε ενδοσκοπήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ενδοσκοπήσει | είχαν ενδοσκοπήσει | θα έχουν ενδοσκοπήσει | να έχουν ενδοσκοπήσει |
| |
Μεταφράσεις
ενδοσκοπώ
|
|
- ενδοσκοπώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.