ενδοσκοπία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενδοσκοπία οι ενδοσκοπίες
      γενική της ενδοσκοπίας των ενδοσκοπιών
    αιτιατική την ενδοσκοπία τις ενδοσκοπίες
     κλητική ενδοσκοπία ενδοσκοπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ενδοσκοπία < γαλλική endoscopie, μορφολογικά αναλύεται ενδο- + -σκοπία

Ουσιαστικό

ενδοσκοπία θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.