εμπιστευτικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εμπιστευτικότητα οι εμπιστευτικότητες
      γενική της εμπιστευτικότητας των εμπιστευτικοτητών
    αιτιατική την εμπιστευτικότητα τις εμπιστευτικότητες
     κλητική εμπιστευτικότητα εμπιστευτικότητες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εμπιστευτικότητα < εμπιστευτικ(ός) + -ότητα[1] ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική confidentiality ή τη γαλλική confidentialité [2]

Προφορά

ΔΦΑ : /em.bi.ste.ftiˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμπιστευτικότητα

Ουσιαστικό

εμπιστευτικότητα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. εμπιστεύομαι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. εμπιστευτικότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.