εμέσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

εμέσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εμώ
  2. θα εμέσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εμώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

εμέσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του έμεση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.