ελληνοκεντρισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ελληνοκεντρισμός | οι | ελληνοκεντρισμοί |
| γενική | του | ελληνοκεντρισμού | των | ελληνοκεντρισμών |
| αιτιατική | τον | ελληνοκεντρισμό | τους | ελληνοκεντρισμούς |
| κλητική | ελληνοκεντρισμέ | ελληνοκεντρισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ελληνοκεντρισμός αρσενικό
- ιδεολογία σύμφωνα με την οποία δίνεται προτεραιότητα σε Ελληνικά στοιχεία (την παράδοση, την εθνική ταυτότητα)
- καλλιτεχνικό ρεύμα της Γενιάς του 1930 με τα ίδια χαρακτηριστικά, την προβολή και ανάδειξη της πνευματικής και ιστορικής ελληνικής παράδοσης, μέσω των έργων των καλλιτεχνών
Μεταφράσεις
ελληνοκεντρισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.