ελισαβετιανός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ελισαβετιανός | η | ελισαβετιανή | το | ελισαβετιανό |
| γενική | του | ελισαβετιανού | της | ελισαβετιανής | του | ελισαβετιανού |
| αιτιατική | τον | ελισαβετιανό | την | ελισαβετιανή | το | ελισαβετιανό |
| κλητική | ελισαβετιανέ | ελισαβετιανή | ελισαβετιανό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ελισαβετιανοί | οι | ελισαβετιανές | τα | ελισαβετιανά |
| γενική | των | ελισαβετιανών | των | ελισαβετιανών | των | ελισαβετιανών |
| αιτιατική | τους | ελισαβετιανούς | τις | ελισαβετιανές | τα | ελισαβετιανά |
| κλητική | ελισαβετιανοί | ελισαβετιανές | ελισαβετιανά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
ελισαβετιανός
- που έχει σχέση με την περίοδο διακυβέρνησης της Αγγλίδας βασίλισσας Ελισάβετ (7 Σεπτεμβρίου 1533 – 24 Μαρτίου 1603) ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
- ελισαβετιανά
- → δείτε τη λέξη Ελισάβετ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.