ελεγειακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελεγειακός η ελεγειακή το ελεγειακό
      γενική του ελεγειακού της ελεγειακής του ελεγειακού
    αιτιατική τον ελεγειακό την ελεγειακή το ελεγειακό
     κλητική ελεγειακέ ελεγειακή ελεγειακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελεγειακοί οι ελεγειακές τα ελεγειακά
      γενική των ελεγειακών των ελεγειακών των ελεγειακών
    αιτιατική τους ελεγειακούς τις ελεγειακές τα ελεγειακά
     κλητική ελεγειακοί ελεγειακές ελεγειακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ελεγειακός < ελληνιστική ἐλεγειακός < ἐλεγεία

Επίθετο

ελεγειακός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.