ελαφοκυνηγός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ελαφοκυνηγός οι ελαφοκυνηγοί
      γενική του ελαφοκυνηγού των ελαφοκυνηγών
    αιτιατική τον ελαφοκυνηγό τους ελαφοκυνηγούς
     κλητική ελαφοκυνηγέ ελαφοκυνηγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ελαφοκυνηγός < ελάφι + -ο- + κυνηγός

Ουσιαστικό

ελαφοκυνηγός αρσενικό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.