ελαφοκυνηγός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ελαφοκυνηγός | οι | ελαφοκυνηγοί |
| γενική | του | ελαφοκυνηγού | των | ελαφοκυνηγών |
| αιτιατική | τον | ελαφοκυνηγό | τους | ελαφοκυνηγούς |
| κλητική | ελαφοκυνηγέ | ελαφοκυνηγοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.